ὑποκρινόμενον

ὑποκρινόμενον
ὑποκρῑνόμενον , ὑποκρίνομαι
separate gradually
pres part mp masc acc sg
ὑποκρῑνόμενον , ὑποκρίνομαι
separate gradually
pres part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποκρίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποκρίνω ΜΑ [κρίνω, ομαι] 1. παριστάνω πρόσωπο σε θεατρικό έργο, υποδύομαι έναν ρόλο («Ἀντιγόνην δὲ Σοφοκλέους πολλάκις μὲν Θεόδωρος... ὑποκέκριται», Δημοσθ.) 2. προσποιούμαι (α. «υποκρίθηκε ότι δεν συμβαίνει τίποτε» β. «μηδὲ… …   Dictionary of Greek

  • περισχαδόν — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «ψίαθον ἐν ᾧ περιειλοῡσι τὰς ἰσχάδας» 2. «περισχαδὸν τὸν ὑποκρινόμενον τὸν Περσέα, ὡς πτωχόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἰσχάς, άδος «το φυτό ευφόρβιο, το ξηρό σύκο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”